- κοντέρ
- compteur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κοντέρ — το όργανο αυτοκίνητου οχήματος που δείχνει την ταχύτητα με την οποία τρέχει το όχημα και τα χιλιόμετρα που διανύει, το ταχόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. compteur «μετρητής»] … Dictionary of Greek
Κόντερ, Κλοντ Ρενιέ — (Claude Reignier Conder, 1848 – 1910). Άγγλος εξερευνητής και ανατολιστής. Υπηρέτησε στην Αίγυπτο, στη Νότια Αφρική και στην Παλαιστίνη. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην τελευταία, μελέτησε τη γλώσσα, την τοπογραφία και την ιστορία του… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek